- φαυσίμβροτος
- -ον, Αφαεσίμβροτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φαυ-σι- (< θ. φαF - < ΙΕ ρίζα *bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + -μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψι-μβροτος, φαεσί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.